- αγέμιστος, -η
- -ο1. αυτός που δε γέμισε καλά: Είχε αφήσει τη στέρνα αγέμιστη.2. ο άδειος: Το μεγάλο πιθάρι του λαδιού στεκόταν αγέμιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγέμιστος — και αγιόμιστος και αγέμωτος, η, ο [γεμίζω] 1. αυτός που δεν γέμισε, ο μη γεμάτος, αδειανός 2. αυτός που δεν γέμισε εντελώς, μισογεμάτος 3. (για καρπούς) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη … Dictionary of Greek
αγόμωτος — η, ο [γομώνω] ο δίχως γόμωση, αγέμιστος … Dictionary of Greek
απλήρωτος — η, ο (AM ἀπλήρωτος, ον) [πληρώ] μσν. νεοελλ. 1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή 2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος 3. άφθονος, ατέλειωτος νεοελλ. όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αγόμιστος — αγόμιστος, η, ο και αγιόμωτος, η, ο αγέμιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)